γένωμαι

γένωμαι
γίγνομαι
come into a new state of being
aor subj mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γένωμ' — γένωμαι , γίγνομαι come into a new state of being aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνιμα — μήνιμα, τὸ (Α) [μηνίω] 1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.) 2. ενοχή, ιδίως για φόνο 3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής …   Dictionary of Greek

  • περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”